- εὐπάρεδρον
- εὐπάρεδροςconstantly attendingmasc/fem acc sgεὐπάρεδροςconstantly attendingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπάρεδρος — εὐπάρεδρος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που προσκολλάται, που αφοσιώνεται σε κάποιον 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπάρεδρον ο ένθερμος ζήλος 3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπάρεδρον καλῶς παραμένον καὶ διηνεκῶς». επίρρ... εὐπαρέδρως (ΑΜ) με ένθερμο ζήλο, με αφοσίωση.… … Dictionary of Greek